- ταγκός
- -ή, -ό, Νβλ. ταγγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταγκός — ή, ό αυτός που αλλοιώθηκε, πειράχτηκε, χάλασε και πήρε δυσάρεστη γεύση και οσμή (για ελαιώδεις και λιπαρές ουσίες): Το λάδι είναι ταγκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek
ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ … Dictionary of Greek
τσαγκός — ή, ό 1. ταγκός (βλ. λ.). 2. άνθρωπος δύστροπος, δύσκολος, ασυμβίβαστος: Δεν τον κάνω παρέα, είναι τσαγκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)